- Σαλαμιναφέτης
- Σᾰλᾰμῑν-ᾰφέτης, ου, ὁ,A betrayer of Salamis, Sol.2.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλαμιναφέτης — ὁ, Α ο προδότης τής νήσου Σαλαμίνας, αυτός, δηλαδή, που τήν εγκατέλειψε και έφυγε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαλαμίς ῖνος + ἀφέτης (< ἀφίημι «αφήνω, εγκαταλείπω»)] … Dictionary of Greek
Σαλαμιναφετέων — Σαλαμῑναφετέων , Σαλαμιναφέτης betrayer of Salamis masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμιναφετῶν — Σαλαμῑναφετῶν , Σαλαμιναφέτης betrayer of Salamis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)